- χλώριο
- Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cl· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλογόνων· έχει ατομικό αριθμό 17, ατομικό βάρος 35,457, δύο ισότοπα σταθερά, με ατομικό αριθμό 35 και 37 σε αντίστοιχες αναλογίες 75,4% και 24,6% και τρία ραδιενεργά ισότοπα. Το χ. είναι το αφθονότερο αλογόνο στη φύση και αποτελεί το 0,15% του γήινου φλοιού: συναντάται με τη μορφή διαφόρων αλάτων, συνηθέστερα του χλωριούχου νατρίου (το κοινό μαγειρικό αλάτι) και σε ελεύθερη κατάσταση μόνο σε μερικές ηφαιστειακές αναθυμιάσεις. Περιέχεται και στους ζώντες οργανισμούς, ως νατριούχο άλας.
Το χ. παρασκευάστηκε για πρώτη φορά από τον Σέελε το 1774, ο οποίος επεξεργάστηκε πυρολουσίτη (διοξείδιο του μαγγανίου) με υδροχλωρικό οξύ. Οι βιομηχανικές μέθοδοι παραγωγής του, όπως η μέθοδος Ουέλντον και η μέθοδος Ντίκον, βασίζονται στην οξείδωση του υδροχλωρικού οξέος με διαφορετικά οξειδωτικά· στη μέθοδο Ουέλντον χρησιμοποιείται το διοξείδιο του μαγγανίου ή το διοξείδιο του μολύβδου, ενώ στη μέθοδο Ντίκον το ατμοσφαιρικό οξυγόνο με παρουσία καταλυτών. Οι μέθοδοι αυτές, αν και παρουσιάζουν βιομηχανικό ενδιαφέρον, αντικαταστάθηκαν από την ηλεκτρολυτική· διάλυμα χλωριούχου νατρίου σε νερό υποβάλλεται σε ηλεκτρόλυση, οπότε το χ. συλλέγεται στον θετικό πόλο, ενώ στον αρνητικό σχηματίζεται καυστική σόδα και εκλύεται υδρογόνο.
Το χ. είναι αέριο με χρώμα κιτρινοϋποπράσινο· έχει ερεθιστική οσμή και προσβάλλει ταχύτατα τους βλεννογόνους και το δέρμα, στο οποίο προκαλεί εγκαύματα. Διαλύεται στο νερό (χλωριούχο ύδωρ). Παρουσιάζει μεγάλη χημική δραστικότητα, αντιδρά με πολλά στοιχεία στην κανονική θερμοκρασία, μετατρέποντάς τα στα αντίστοιχα χλωριούχα παράγωγα, στα οποία το χ. συμπεριφέρεται ως αρνητικό μονοσθενές. Στις ενώσεις με το οξυγόνο εμφανίζει όλα τα περιττού αριθμού σθένη, από 1 έως 7 και επιπλέον τα σθένη 4 και 6: οι ανυδρίτες και τα οξέα υπάρχουν συνήθως μόνο σε διαλύματα, ενώ τα άλατα είναι ενώσεις μάλλον σταθερές. Είναι γνωστά τα εξής οξυγονούχα άλατα: MeClO υποχλωριώδες, MeClO2 χλωριώδες, MeClO3 χλωρικό, MeClO4 υπερχλωρικό, όπου με Me υποδηλώνεται ένα μονοσθενές μέταλλο. Τα υπο-χλωριώδη χρησιμοποιούνται ως οξειδωτικά, καθόσον ακόμα και το ανθρακικό οξύ του αέρα τα μετατρέπει στο αντίστοιχο οξύ, το οποίο διασπάται σε υδροχλωρικό οξύ και οξυγόνο. Τα υποχλωριώδη άλατα και το χλωριώδες του νατρίου χρησιμοποιούνται σε τεράστιες ποσότητες από τη σύγχρονη βιομηχανία· με αυτά λευκαίνεται το χαρτί, χρησιμοποιούνται ως υφαντικές ίνες, κυτταρικές και συνθετικές, και ως πολλά οργανικά προϊόντα. Τα χλωρικά και τα υπερχλωρικά άλατα είναι οι σταθερότερες από τις ενώσεις με μικρότερο σθένος και έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε οξυγόνο· χρησιμοποιούνται σε διάφορες αντιδράσεις οξείδωσης. Είναι γνωστή η εφαρμογή του χλωριούχου καλίου στην κατασκευή των σπίρτων.
Μια χαρακτηριστική αντίδραση του χ. είναι η διάσπαση του ύδατος με σχηματισμό υδροχλωρικού οξέος και οξυγόνου (στην πραγματικότητα διοχετεύεται μέσω υποχλωριώδους οξέος σύμφωνα με το σχήμα
Cl2 + H2O → HClO + HCl · HClO → HCl + Ο)·
στην αντίδραση αυτή βασίζονται οι αποχρωματιστικές και απολυμαντικές ιδιότητες του χ. Το χ., αν προηγουμένως ξηρανθεί, μπορεί να διατηρηθεί σε υγρή κατάσταση σε σιδηρές φιάλες υπό πίεση.
Στη χημική βιομηχανία χρησιμοποιούνται τεράστιες ποσότητες από αυτό το αέριο, που πριν από λίγες δεκαετίες ήταν ένα υποπροϊόν στην ηλεκτρολυτική βιομηχανία της σόδας. Από το στοιχείο αυτό παρασκευάζονται οργανικοί διαλύτες, πολύτιμοι για την ποιότητά τους (τριελίνη, υπερχλωραιθυχλωραμμώνιολένιο, τετραχλωριούχος άνθρακας) και ενδιάμεσα προϊόντα κατά την παρασκευή των ποικίλων χρήσιμων ουσιών, που είναι αναγκαίοι για τη ζωή των ανθρώπων. Ενώσεις του χ. οικιακής χρήσης είναι το μαγειρικό αλάτι, η χλωρίνη (αραιό διάλυμα υποχλωριώδους άλατος του νατρίου). Το χ. χρησιμοποιείται επίσης και για την αποστείρωση των υδάτων. Κατά τον πόλεμο 1914-18 το χ. εφαρμόστηκε, είτε σε ελεύθερη κατάσταση είτε με μορφή ενώσεων (φωσγένιο κ.ά.) ως πολεμικό ασφυξιογόνο αέριο.
υδροχλωρικό οξύ. Ισχυρότατο ανόργανο οξύ που αποτελείται από χ. και υδρογόνο (HCl). Βρίσκεται στη φύση, στις αναθυμιάσεις των ηφαιστείων, και στο γαστρικό υγρό των ζώων. Παρασκευάστηκε τον 18o αι. από τον Γερμανό χημικό Γιόχαν Ρούντολφ Γκλάουμπερ (Κάρλσταντ 1604 – Άμστερνταμ 1668). Σήμερα παράγεται σε βιομηχανική κλίμακα με απευθείας αντίδραση του χ. με το υδρογόνο με την επίδραση φωτός.
Είναι αέριο άχρωμο, ερεθιστικής οσμής, ατμίζει έντονα στον υγρό αέρα, διαλύεται στο νερό, στην αλκοόλη και σε άλλους διαλύτες. Σε ξηρά κατάσταση δεν επιδρά επί των μετάλλων, το διάλυμά του όμως σε νερό προσβάλλει διάφορα μέταλλα με έκλυση υδρογόνου. Το υδροχλωρικό οξύ χρησιμοποιείται στην οργανική βιομηχανία για τη σύνθεση διαφόρων προϊόντων και στην πρακτική του εργαστηρίου.
Κατά την αντίδραση του υδροχλωρικού οξέος με ανθρακικά άλατα εκλύεται διοξείδιο του άνθρακα.
* * *το, Ν1. χημ. αέριο αμέταλλο χημικό στοιχείο τής ομάδας τών αλογόνων, με σύμβολο CI, ατομικό αριθμό 17 και ατομικό βάρος 35, 462. φυσιολ. ιχνοστοιχείο που περιέχεται ως ελεύθερο ανιόν στο πλάσμα τού αίματος και στον μεσοκυττάριο χώρο και το οποίο αποτελεί απαραίτητο ηλεκτρολύτη για τη ζωή.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chlore (< χλωρός)].
Dictionary of Greek. 2013.